The KudoZ open glossary is a browsable glossary of terms translated via the KudoZ term help network.

English to Greek Linguistics Translation Glossary

English term Greek translation
"BE AND THE SAME" να λυθεί ο γάμος ... και διά της παρούσης ο γάμος λύεται οριστικά
(business) ethics (επαγγελματική/επιχειρηματική) δεοντολογία
Entered by: Vicky Papaprodromou
Affectionado aficionado - λάτρης
ampersand "&" συμπλεκτικό σύμβολο
Entered by: Nick Lingris
an uphill struggle επίπονος αγώνας
analogical derivation αναλογική παραγωγή
Entered by: Maria Karra
ascriptive syntax κατηγορηματική σύνταξη τύπου: Υποκείμενο+Συνδετικό Ρήμα+Κατηγορούμενο
Athabascan Ινδιάνοι Αθαμπάσκαν/Γλώσσα των Αθαμπάσκαν
authoritative έγκυρο, αξιόπιστο
Entered by: Maria Karra
cataphoric καταφορική
collocation συμπαράθεση
complexive aorist συνοπτικός αόριστος
Concordance συμφραστικός πίνακας
constellation "σχήμα συζυγίας"
converbial marker ρηματικό επίθημα
cool brand εκλεκτή μάρκα/"καλή" μάρκα
corresponsive/correlative conjunctions συσχετικοί σύνδεσμοι
Entered by: Nick Lingris
cumulative vs simultaneous context σωρευτικό και ταυτόχρονο συγκείμενο (ενδογλωσσικό ή εξωγλωσσικό πλαίσιο ή περιβάλλον)
Entered by: Nick Lingris
deregulate διακόπτω, μειώνω
dictionary entry λήμμα λεξικού
discourse-internal ενδοκειμενικός / ενδο(ανα)φορικός
diversity πλουραλισμός, ποικιλομορφία
Early child language development πρώιμη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών/του παιδιού
Entered by: Assimina Vavoula
eat a peach να φάω ένα ροδάκινο
emerging media αναδυόμενα μέσα
evolution εξέλιξη
fat things overboard απόρριψη έρματος
Entered by: Nick Lingris
Francophonie Κίνηση για την προώθηση της γαλλικής γλώσσας και πολιτισμού
fricatives τριβόμενα (ή εξακολουθητικά) σύμφωνα
Entered by: Nick Lingris
Hellenistic Greek Ελληνιστική κοινή
Hindi χίντι
idiomacity ιδιωτισμός
illustrator εικονογράφος
Immersion εμβάπτιση
Entered by: Maria Karra
in the twinkling of an eye εν ριπή/ροπή οφθαλμού, στη στιγμή
Entered by: Betty Revelioti
incompetent vs impotent αναρμόδιος, ανίκανος, ανεπαρκής vs ανίσχυρος, ανήμπορος, σεξουαλικά ανίκανος (για άντρες)
Entered by: Vicky Papaprodromou
intersubjective διυποκειμενικός
keep moving with the trends συμβαδίστε με τις νέες τάσεις
lets you cut free σ' αφήνει να ξεφύγεις, να απελευθερωθείς, να πετάξεις μακριά, να ξεκόψεις
Entered by: Vicky Papaprodromou
loan translation / calque μεταφραστικό δάνειο
Next »
Term search
  • All of ProZ.com
  • Cuardach téarma
  • Poist
  • Fóraim
  • Multiple search